αλμύρα

αλμύρα
αλμυράδα η
1) солёность; солёный вкус; 2) см. άλμη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλμύρα" в других словарях:

  • αλμύρα — αλμύρα, η και αρμύρα, η και αλμυράδα, η η ιδιότητα του αλμυρού, αλμυρότητα: Από την αρμύρα το φαγητό δεν τρωγόταν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁλμυρά — ἁλμυρός salt neut nom/voc/acc pl ἁλμυρά̱ , ἁλμυρός salt fem nom/voc/acc dual ἁλμυρά̱ , ἁλμυρός salt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλμύρα — και αρμύρα, η [αλμυρός] 1. αλμυρή ή υφάλμυρη γεύση, αλμυρότητα, αλμυράδα 2. λεπτό επίστρωμα αλατιού που απομένει από την επαφή με τη θάλασσα 3. πολύ ακριβός, πανάκριβος …   Dictionary of Greek

  • ἁλμυρᾷ — ἁλμυρός salt fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμυράν — ἁλμυρά̱ν , ἁλμυρός salt fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμυράς — ἁλμυρά̱ς , ἁλμυρός salt fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • αλμυρονάματος — ἁλμυρονάματος, ον (Α) αυτός που έχει αλμυρά νάματα, δηλ. αλμυρά ρείθρα, αλμυρές πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλμυρὸς + νάματος < νᾶμα] …   Dictionary of Greek

  • αλόφιλα ή αλόφυτα — Φυτά χερσαία, δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη, που φύονται στα αλμυρά εδάφη, δηλαδή στα πλούσια σε χλωριούχο νάτριο, ή σε παραλίες. Γι’ αυτό ονομάζεται αλοφιλία το φαινόμενο της προτίμησης που δείχνουν τα φυτά αυτά για τα αλμυρά εδάφη, τόσο τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»